Αποσπάσματα

Το χρώμα του έρωτα


Γράφει ο Παύλος Παπαδημητροπουλος

“Η πιο όμορφη ιστορία από όλες ήταν και θα είναι η δικιά μας. Αυτή η ιστορία που χαράχτηκε πάνω στο πιο σκληρό ατσάλι, που σμιλεύτηκε από τον πιο ικανό τεχνητή, που γράφτηκε από τον πιο ρομαντικό ποιητή που υπήρξε. Μια ιστορία χωρίς τέλος η αρχή, μια πράξη που δεν εμπεριείχε σκέψη απλά αυθορμητισμό. Ένα συναίσθημα που θα είναι εκεί, καρτερώντας τη στιγμή εκείνη που θα πρέπει να εμφανιστεί και να αναπνεύσει.

Δεν χωράνε εγωισμοί, δεν υπάρχει πόνος, όλα είναι ένα παροδικό στάδιο μιας κατάστασης που φτάνει ένα ανθρώπινο συναίσθημα στο μέγιστο. Το μέγιστο αυτού είναι κάτι ακατανόητο κάτι το οποίο είναι πέρα από κάθε σκέψη, πιο όμορφο από κάθε τι φανταστικό.

Ένα αστέρι που θα συνεχίσει να λάμπει για πάντα. Ένας φοίνικας που δεν πεθαίνει, απλά αναγεννιέται μέσα από τις φλόγες αυτής της ομορφιάς. Δε θα χαθείς, ποτέ σου. Θα υπάρχεις μέσα μου ως ένα εγκάρδιο φυλαχτό που έχει χαραχθεί επάνω στη καρδιά μου. Δεν υπάρχει θεραπεία, δεν χωράει άγχος ούτε πρόβλημα. Κάτι τόσο ατόφιο και αυθεντικό δεν χάνει ποτέ την αξία του. Κάτι που μπορεί να εκτιμήσει μοναχά ο πιο έμπειρος και σωστός εκτιμητης του κόσμου.

Εγώ είμαι αυτός, αυτός ο οποίος μπορεί να σε αγκαλιάσει με όλη του τη ψυχή. Μπορεί να σε κρατήσει με όλο του το είναι, όπως μπορεί και να σε αφήσει αντιστοίχως. Μια καρδιά που σπάει και μαυρίζει. Την κατάλληλη στιγμή όμως ο άνθρακας θα γίνει διαμάντι, γιατί το ξέρω. Θα έρθει αυτή η στιγμή που όλα θα είναι μηδαμινά όλα θα μπουν στην άκρη για να αφήσουν χώρο σε αυτό το μεγαλείο. Γιατί να ξες ότι αν σε αγκαλιάσω με τη ψυχή μου δε θα φύγεις ποτέ από μέσα μου. Κι ας φύγεις σωματικά, θα είσαι πάντα μέσα μου. Θα έχεις αγοράσει το πιο ακριβό δωμάτιο, την πιο πλούσια σουίτα που υπάρχει στο κόσμο, με μπαλκόνι τη ψυχή μου. Αλλά δε θα εισαι φυλακισμένη, θα φύγεις οπότε θέλεις εσύ, μα θα είσαι πάλι εκει.

Όταν ο Παρθενώνας εμφανίζει ψεγάδια συγκριτικά με σένα, η φύση δίπλα σου δεν μοιάζει τόσο άρτια. Όταν εσύ είσαι αυτή που κατάφερε να ξυπνήσει τις πεταλούδες που είχαν πέσει σε χειμερία νάρκη στο στομάχι μου. Είσαι μια, όχι πολλές. Είσαι μια που αξίζεις όσο δεν αξίζουν όλες μαζί. Είσαι ο άνθρωπος που βρήκε τον συνδυασμό στη πιο αδιαπέραστη πόρτα της καρδιάς μου και μπήκε μέσα αθόρυβα χωρίς να με ξυπνήσει. Αλλά εγώ ξύπνησα, μόνο για εσένα για να σε καλωσορίσω, να σου δείξω κάθε μικρή γωνία, κάθε δωματίου της καρδιάς μου. Να σε φιλοξενήσω μέσα μου για όσο εσύ θέλεις. Μετά από τη ξενάγηση αυτή θα ξες, θα ξες κάθε φορά που θα κοιτάς τα μάτια μου ότι υπάρχεις μέσα μου. Ότι κόβεις βόλτες, περπατώντας τα σκαλοπάτια της ύπαρξης μου περπατώντας σταθερά σε κάθε σανίδι που τρίζει με κάθε σου ήπιο βήμα.

Γιατί να ξες ότι είσαι και θα είσαι για πάντα το πιο ιδιαίτερο φυλαχτό που υπήρξε κι αν όχι για όλη τη γη, τότε θα είσαι για τον δικό μου κόσμο, που είναι πιο όμορφος και πιο μεγάλος. Κι αν δεν είναι πλούσιος σε αγαθά, είναι πλούσιος σε αξίες. Κι αν πιστεύεις ότι αξίζω, κι αν πιστεύεις ότι σου αξίζω τότε θα χαρώ να επισκεφθώ και τη δικιά σου τη ψυχή, να περπατήσουμε μαζί στη μεγάλη σκάλα, να πιούμε ένα κρασί στο μπαλκόνι της ψυχής σου και να με ξεναγήσεις σε κάθε γωνιά της ύπαρξης σου. Τότε θα είμαι ευτυχισμένος. Τότε θα έχω καταφέρει να φτάσω το ζενίθ της δικιάς μου ύπαρξης, μια ύπαρξη που θα είναι αλληλένδετη με τη δικιά σου. Όταν ενώσουμε τα οικόπεδα μας θα έχουμε ένα μεγαλύτερο σπίτι, στο οποίο κάποια στιγμή θα φιλοξενήσουμε κι άλλους ανθρώπους άξιους να μπουν μέσα μας.

Μέχρι τότε όμως γλυκιά μου, εγώ θα σε περιμένω, θα ζήσω κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μου και θα το μοιραστώ μαζί σου όταν σε δω. Θα αγκαλιάσω πολλούς ανθρώπους μέχρι να αγκαλιάσω εσένα. Θα αγγίξω πολλά χέρια μέχρι να με αγγίξεις. Αλλά όταν με αγγίξεις… Όταν με αγκαλιάσεις… Θα το ξέρω ότι είσαι εσύ, γιατί υπήρχες ήδη μέσα μου. Θα σε αναγνωρίσω μόνο από την όψη της ψυχής σου και όταν σε ονειρευτώ, θα ξυπνήσω με χαμόγελο. Ένα χαμογελο που αρκεί για μια ολόκληρη ζωή, γιατί εσύ μου αρκεις για πάντα, είσαι εδώ, θα σε δω, σε περιμένω…”

Διαβάστε επίσης


To Top